- πρόκτηση
- η / πρόκτησις, -ήσεως, ΝΑ [προκτῶμαι]νεοελλ.το να αποκτήσει κανείς ένα αντικείμενο ή δικαίωμα πριν από κάποιον άλλοαρχ.έγγραφος τίτλος προηγούμενης ιδιοκτησίας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προκτητικός — ή, όν, Α [προκτῶμαι] αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στην πρόκτηση … Dictionary of Greek